- χρέμυς
- και κρέμυς, -υος, και χρεμύς, -ύος, ὁ, Α1. θαλασσινό ψάρι2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ- τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. -υς είτε νεώτερο σχηματισμό, κατά τα χέλ-υς, ἐμ-ύς. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως υποδηλώνει και η εναλλαγή στο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα στους τ. χρέμυς και κρέμυς. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τών ήχων που πιστευόταν ότι εκβάλλει].
Dictionary of Greek. 2013.